Greek Meaning of outweigh
υπερτερείς
Other Greek words related to υπερτερείς
Nearest Words of outweigh
Definitions and Meaning of outweigh in English
outweigh (v)
be heavier than
weigh more heavily
outweigh (v. t.)
To exceed in weight or value.
FAQs About the word outweigh
υπερτερείς
be heavier than, weigh more heavilyTo exceed in weight or value.
Υπερβαίνω,μέση τιμή,ανισορροπία,επισκιάζω,υπέρβαρος,νάνος,ερώτηση,ξεπερνώ,δηλώνω,ξεπερνάω
No antonyms found.
outweep => ξεπερνάω στο θρήνο, outweed => Αποβολή των ζιζανίων, outweary => κουράζω, outwear => Επάνω ρούχα, outway => υπερτερείν,