Greek Meaning of oral sex
oral sex
Other Greek words related to oral sex
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oral sex
- oral roberts => στοματικό roberts
- oral presentation => Προφορική παρουσίαση
- oral poliovirus vaccine => Εμβόλιο πολιομυελίτιδας από το στόμα
- oral phase => στοματική φάση
- oral personality => Προφορική προσωπικότητα
- oral herpes => Τρομώδες πυογόνο έλκος
- oral fissure => χειλεοσχιστία
- oral examination => Προφορική εξέταση
- oral exam => Προφορική εξέταση
- oral contract => Προφορική σύμβαση
Definitions and Meaning of oral sex in English
oral sex (n)
oral stimulation of the genitals
FAQs About the word oral sex
Definition not available
oral stimulation of the genitals
No synonyms found.
No antonyms found.
oral roberts => στοματικό roberts, oral presentation => Προφορική παρουσίαση, oral poliovirus vaccine => Εμβόλιο πολιομυελίτιδας από το στόμα, oral phase => στοματική φάση, oral personality => Προφορική προσωπικότητα,