Greek Meaning of oral contraceptive
αντισυλληπτικό χάπι
Other Greek words related to αντισυλληπτικό χάπι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oral contraceptive
- oral contraceptive pill => αντισυλληπτικό χάπι
- oral contract => Προφορική σύμβαση
- oral exam => Προφορική εξέταση
- oral examination => Προφορική εξέταση
- oral fissure => χειλεοσχιστία
- oral herpes => Τρομώδες πυογόνο έλκος
- oral personality => Προφορική προσωπικότητα
- oral phase => στοματική φάση
- oral poliovirus vaccine => Εμβόλιο πολιομυελίτιδας από το στόμα
- oral presentation => Προφορική παρουσίαση
Definitions and Meaning of oral contraceptive in English
oral contraceptive (n)
a contraceptive in the form of a pill containing estrogen and progestin to inhibit ovulation and so prevent conception
FAQs About the word oral contraceptive
αντισυλληπτικό χάπι
a contraceptive in the form of a pill containing estrogen and progestin to inhibit ovulation and so prevent conception
No synonyms found.
No antonyms found.
oral communication => Προφορική επικοινωνία, oral cancer => Στοματικός καρκίνος, oral => προφορικός, oraison => προσευχή, oragious => αγορά,