FAQs About the word neatnik

Καθαριότης

a person who is compulsively neat

γεροντοκόρη

αλήτης,σλάτερν,σλοβένικος

neath => κάτω, neatens => τακτοποιημένος, neatening => τακτοποίηση, neatened => τακτοποιημένος, nearshore => κοντά στην ακτή,