Greek Meaning of natural resources
Φυσικοί πόροι
Other Greek words related to Φυσικοί πόροι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of natural resources
- natural resource => Φυσικοί πόροι
- natural resin => Φυσική ρητίνη
- natural process => φυσική διεργασία
- natural philosophy => Φυσική Φιλοσοφία
- natural phenomenon => Φυσικό φαινόμενο
- natural order => φυσική σειρά
- natural object => Φυσικό αντικείμενο
- natural number => Φυσικός αριθμός
- natural logarithm => Φυσικός λογάριθμος
- natural law => φυσικός νόμος
- natural rubber => Φυσικό ελαστικό
- natural science => Φυσικές επιστήμες
- natural scientist => φυσικός επιστήμονας
- natural selection => φυσική επιλογή
- natural shape => Φυσικό σχήμα
- natural spring => Φυσική πηγή
- natural state => φυσική κατάσταση
- natural steel => φυσικός χάλυβας
- natural theology => Φυσική θεολογία
- natural virtue => Φυσική αρετή
Definitions and Meaning of natural resources in English
natural resources (n)
resources (actual and potential) supplied by nature
FAQs About the word natural resources
Φυσικοί πόροι
resources (actual and potential) supplied by nature
No synonyms found.
No antonyms found.
natural resource => Φυσικοί πόροι, natural resin => Φυσική ρητίνη, natural process => φυσική διεργασία, natural philosophy => Φυσική Φιλοσοφία, natural phenomenon => Φυσικό φαινόμενο,