Greek Meaning of natural rubber
Φυσικό ελαστικό
Other Greek words related to Φυσικό ελαστικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of natural rubber
- natural resources => Φυσικοί πόροι
- natural resource => Φυσικοί πόροι
- natural resin => Φυσική ρητίνη
- natural process => φυσική διεργασία
- natural philosophy => Φυσική Φιλοσοφία
- natural phenomenon => Φυσικό φαινόμενο
- natural order => φυσική σειρά
- natural object => Φυσικό αντικείμενο
- natural number => Φυσικός αριθμός
- natural logarithm => Φυσικός λογάριθμος
- natural science => Φυσικές επιστήμες
- natural scientist => φυσικός επιστήμονας
- natural selection => φυσική επιλογή
- natural shape => Φυσικό σχήμα
- natural spring => Φυσική πηγή
- natural state => φυσική κατάσταση
- natural steel => φυσικός χάλυβας
- natural theology => Φυσική θεολογία
- natural virtue => Φυσική αρετή
- naturalisation => Πολιτογράφηση
Definitions and Meaning of natural rubber in English
natural rubber (n)
an elastic material obtained from the latex sap of trees (especially trees of the genera Hevea and Ficus) that can be vulcanized and finished into a variety of products
FAQs About the word natural rubber
Φυσικό ελαστικό
an elastic material obtained from the latex sap of trees (especially trees of the genera Hevea and Ficus) that can be vulcanized and finished into a variety of
No synonyms found.
No antonyms found.
natural resources => Φυσικοί πόροι, natural resource => Φυσικοί πόροι, natural resin => Φυσική ρητίνη, natural process => φυσική διεργασία, natural philosophy => Φυσική Φιλοσοφία,