FAQs About the word mugging

Definition not available

assault with intent to rob

Διαρρήκτης,Κλοπή με διάρρηξη,αρπάζω,αρπαγή,κλοπή,τσίμπημα,απάτη,σάρωση

χαμογελώντας.,χαμογελαστός,χαμογελαστός

mugginess => Υγρασία, mugget => mugget, mugger => ληστής, muggee => θύμα, muggard => Κακοποιός,