Greek Meaning of monovular
Μονοζυγωτικός
Other Greek words related to Μονοζυγωτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monovular
- monovalent => μονοσθενές
- monounsaturated fatty acid => Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα
- monounsaturated => μονοακόρεστα
- monotypic => Μονοτυπικός
- monotype => Μονοτυπία
- monotropaceae => Μονοτροποειδή
- monotropa uniflora => Μονοτρόπα η οριόφυλλη
- monotropa hypopithys => Μονοτρόφιον το υποποίτιον
- monotropa => Μονότροπα
- monotriglyph => Μονότριγλυφος
Definitions and Meaning of monovular in English
monovular (a)
(of twins) derived from a single egg or ovum
FAQs About the word monovular
Μονοζυγωτικός
(of twins) derived from a single egg or ovum
No synonyms found.
No antonyms found.
monovalent => μονοσθενές, monounsaturated fatty acid => Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, monounsaturated => μονοακόρεστα, monotypic => Μονοτυπικός, monotype => Μονοτυπία,