Greek Meaning of monotypic
Μονοτυπικός
Other Greek words related to Μονοτυπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monotypic
- monotype => Μονοτυπία
- monotropaceae => Μονοτροποειδή
- monotropa uniflora => Μονοτρόπα η οριόφυλλη
- monotropa hypopithys => Μονοτρόφιον το υποποίτιον
- monotropa => Μονότροπα
- monotriglyph => Μονότριγλυφος
- monotreme => Μονοτρήματα
- monotrematous => μονοτρήματα
- monotremata => Μονοτρήματα
- monotony => μονοτονία
- monounsaturated => μονοακόρεστα
- monounsaturated fatty acid => Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα
- monovalent => μονοσθενές
- monovular => Μονοζυγωτικός
- monoxide => μονοξείδιο
- monoxylon => Μονόξυλο
- monoxylous => μονόξυλο
- monozoa => Μονοκύτταρος
- monozygotic => Μονοζυγωτικός
- monozygotic twin => Μονοζυγωτικοί δίδυμοι
Definitions and Meaning of monotypic in English
monotypic (a)
consisting of only one type
monotypic (a.)
Having but one type; containing but one representative; as, a monotypic genus, which contains but one species.
FAQs About the word monotypic
Μονοτυπικός
consisting of only one typeHaving but one type; containing but one representative; as, a monotypic genus, which contains but one species.
No synonyms found.
No antonyms found.
monotype => Μονοτυπία, monotropaceae => Μονοτροποειδή, monotropa uniflora => Μονοτρόπα η οριόφυλλη, monotropa hypopithys => Μονοτρόφιον το υποποίτιον, monotropa => Μονότροπα,