Greek Meaning of monounsaturated
μονοακόρεστα
Other Greek words related to μονοακόρεστα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monounsaturated
- monotypic => Μονοτυπικός
- monotype => Μονοτυπία
- monotropaceae => Μονοτροποειδή
- monotropa uniflora => Μονοτρόπα η οριόφυλλη
- monotropa hypopithys => Μονοτρόφιον το υποποίτιον
- monotropa => Μονότροπα
- monotriglyph => Μονότριγλυφος
- monotreme => Μονοτρήματα
- monotrematous => μονοτρήματα
- monotremata => Μονοτρήματα
- monounsaturated fatty acid => Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα
- monovalent => μονοσθενές
- monovular => Μονοζυγωτικός
- monoxide => μονοξείδιο
- monoxylon => Μονόξυλο
- monoxylous => μονόξυλο
- monozoa => Μονοκύτταρος
- monozygotic => Μονοζυγωτικός
- monozygotic twin => Μονοζυγωτικοί δίδυμοι
- monozygous twin => Μονοωθηκά καμίδια
Definitions and Meaning of monounsaturated in English
monounsaturated (s)
(of long-chain carbon compounds especially fats) saturated except for one multiple bond
FAQs About the word monounsaturated
μονοακόρεστα
(of long-chain carbon compounds especially fats) saturated except for one multiple bond
No synonyms found.
No antonyms found.
monotypic => Μονοτυπικός, monotype => Μονοτυπία, monotropaceae => Μονοτροποειδή, monotropa uniflora => Μονοτρόπα η οριόφυλλη, monotropa hypopithys => Μονοτρόφιον το υποποίτιον,