Greek Meaning of midst
εν μέσω
Other Greek words related to εν μέσω
Nearest Words of midst
- mid-sixties => μέσα της δεκαετίας του εξήντα
- midships => στο μέσον του πλοίου
- midshipmen => δόκιμοι αξιωματικοί
- midshipman => δόκιμος
- midship => μέσο του πλοίου
- mid-seventies => μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα
- mid-september => μέσα Σεπτεμβρίου
- midsection => μεσαίο τμήμα
- mid-sea => στο μέσο της θάλασσας
- midriff => μέση
- midstream => στα μέσα του ποταμού
- midsummer => μέσο καλοκαίρι
- midsummer day => θερινό ηλιοστάσιο
- midsummer eve => εορτή του Άι-Γιάννη
- midsummer night => θερινή νύχτα
- midsummer-men => άνδρες του μεσοκαλοκαιριού
- midsummer's day => Θερινό ηλιοστάσιο
- midterm => Ενδιάμεση εξέταση
- midterm exam => ενδιάμεση εξέταση
- midterm examination => ενδιάμεση εξέταση
Definitions and Meaning of midst in English
midst (n)
the location of something surrounded by other things
midst (n.)
The interior or central part or place; the middle; -- used chiefly in the objective case after in; as, in the midst of the forest.
Hence, figuratively, the condition of being surrounded or beset; the press; the burden; as, in the midst of official duties; in the midst of secular affairs.
midst (prep.)
In the midst of; amidst.
midst (adv.)
In the middle.
FAQs About the word midst
εν μέσω
the location of something surrounded by other thingsThe interior or central part or place; the middle; -- used chiefly in the objective case after in; as, in th
κέντρο,μέση,πυρήν,μέσα,εσωτερικός,μέση τιμή
περιφέρεια,Περίμετρος
mid-sixties => μέσα της δεκαετίας του εξήντα, midships => στο μέσον του πλοίου, midshipmen => δόκιμοι αξιωματικοί, midshipman => δόκιμος, midship => μέσο του πλοίου,