Greek Meaning of maty

χαλάκι

Other Greek words related to χαλάκι

Definitions and Meaning of maty in English

Webster

maty (n.)

A native house servant in India.

FAQs About the word maty

χαλάκι

A native house servant in India.

μισό,αγώνας,σύντροφος,συνάδελφος,ομοιότητα,δίδυμος,αναλογικό,αναλογικό,Αντίγραφο με άνθρακα,Συντονίζω

αντίθεση,αντίθετος,συζητώ,αντίθετο,αντίστροφο,Αντίποδας

matweed => Καλαμάκι, matutine => αργοπορημένες, matutinary => πρωινός, matutinal => πρωινός, maturity-onset diabetes mellitus => Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2,