FAQs About the word marshland

Έλος

low-lying wet land with grassy vegetation; usually is a transition zone between land and water

βάλτος,βάλτος,Υγρότοπος,Τουρβότοπος,βάλτος,βάλτος,Λάσπη,μουσκέγκ,έλος,βάλτος

No antonyms found.

marshiness => βαλτώδης χαρακτήρας, marshbanker => βαλτόβιος, marshalship => Επιτροπεία, marshalsea => Μάρσαλσι, marshals => λόρδοι,