Greek Meaning of manubrial
στερνικός
Other Greek words related to στερνικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of manubrial
- manubria => Τιμόνι
- manubial => χειροκίνητος
- manuary => Ιανουάριος
- manually => χειροκίνητα
- manualist => εγχειρίδιο
- manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων
- manual labour => Χειρωνακτική εργασία
- manual laborer => Εργάτης βιομηχανίας
- manual labor => χειρωνακτική εργασία
- manual dexterity => χειροπρακτική δεξιότητα
- manubrium => Χειρολαβή
- manubriums => Τιμόνι
- manucode => manucode
- manuducent => Οδηγός
- manuduction => καθοδήγηση
- manuel de falla => Μανουέλ ντε Φάγια
- manuel rodriquez patriotic front => Μανουέλ Ροντρίγκεζ, Πατριωτικό Μέτωπο
- manufactory => εργοστάσιο
- manufactural => βιομηχανικός
- manufacture => Κατασκευή
Definitions and Meaning of manubrial in English
manubrial (a.)
Of or pertaining to a manubrium; shaped like a manubrium; handlelike.
FAQs About the word manubrial
στερνικός
Of or pertaining to a manubrium; shaped like a manubrium; handlelike.
No synonyms found.
No antonyms found.
manubria => Τιμόνι, manubial => χειροκίνητος , manuary => Ιανουάριος, manually => χειροκίνητα, manualist => εγχειρίδιο,