Greek Meaning of manualist
εγχειρίδιο
Other Greek words related to εγχειρίδιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of manualist
- manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων
- manual labour => Χειρωνακτική εργασία
- manual laborer => Εργάτης βιομηχανίας
- manual labor => χειρωνακτική εργασία
- manual dexterity => χειροπρακτική δεξιότητα
- manual alphabet => Χειροκίνητο αλφάβητο
- manual => εγχειρίδιο
- manu => Μάνου
- mantuan => Μαντουανός
- mantuamaker => Μαντοποιός
Definitions and Meaning of manualist in English
manualist (n.)
One who works with the hands; an artificer.
FAQs About the word manualist
εγχειρίδιο
One who works with the hands; an artificer.
No synonyms found.
No antonyms found.
manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων, manual labour => Χειρωνακτική εργασία, manual laborer => Εργάτης βιομηχανίας, manual labor => χειρωνακτική εργασία, manual dexterity => χειροπρακτική δεξιότητα,