FAQs About the word manualist

εγχειρίδιο

One who works with the hands; an artificer.

No synonyms found.

No antonyms found.

manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων, manual labour => Χειρωνακτική εργασία, manual laborer => Εργάτης βιομηχανίας, manual labor => χειρωνακτική εργασία, manual dexterity => χειροπρακτική δεξιότητα,