Greek Meaning of manubial
χειροκίνητος
Other Greek words related to χειροκίνητος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of manubial
- manuary => Ιανουάριος
- manually => χειροκίνητα
- manualist => εγχειρίδιο
- manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων
- manual labour => Χειρωνακτική εργασία
- manual laborer => Εργάτης βιομηχανίας
- manual labor => χειρωνακτική εργασία
- manual dexterity => χειροπρακτική δεξιότητα
- manual alphabet => Χειροκίνητο αλφάβητο
- manual => εγχειρίδιο
Definitions and Meaning of manubial in English
manubial (a.)
Belonging to spoils; taken in war.
FAQs About the word manubial
χειροκίνητος
Belonging to spoils; taken in war.
No synonyms found.
No antonyms found.
manuary => Ιανουάριος, manually => χειροκίνητα, manualist => εγχειρίδιο, manual of arms => Εγχειρίδιο όπλων, manual labour => Χειρωνακτική εργασία,