FAQs About the word manicures

μανικιούρ

to trim closely and evenly, a beauty treatment for the hands and nails, groom sense 2, to give a manicure to, to trim and polish the fingernails of, to do manic

κλιπ,Καλλιέργειες,περικοπές,αποβάθρες,χάκς,Ζευγάρια,δαμάσκηνα,στολίδια,Κοψίματα,κουρεύει

No antonyms found.

manhoods => ανδρισμοί, manhandling => κακοποίηση, manhandled => άγριος, mangles => στριφογυρίζει, maneuvers => ελιγμοί,