Greek Meaning of lockbox
θυρίδα
Other Greek words related to θυρίδα
- σεντούκι
- φέρετρο
- Αποδυτήρια ποδοσφαίρου
- ασφαλής
- θυρίδα ασφαλείας
- Θυρίδα
- θησαυρός
- σκουπιδοτενεκές
- κουτί
- κέντημα
- κουτί από χαρτόνι
- Φέρετρο
- Στήθος
- θήκη
- κιβώτιο
- Ντουλάπι
- Σεντούκι θάλασσας
- Πορτμπαγκάζ
- καπελοθήκη
- Κεσσών
- Καντίνα
- υπόθεση
- Κασετίνα καπέλου
- σεντούκι ελπίδας
- κουτί κοσμημάτων
- μινωδιέρα
- Ταμπακιέρα
- ντουλαπάκι με σπίρτα
Nearest Words of lockbox
Definitions and Meaning of lockbox in English
lockbox (n)
a fireproof metal strongbox (usually in a bank) for storing valuables
FAQs About the word lockbox
θυρίδα
a fireproof metal strongbox (usually in a bank) for storing valuables
σεντούκι,φέρετρο,Αποδυτήρια ποδοσφαίρου,ασφαλής,θυρίδα ασφαλείας,Θυρίδα,θησαυρός,σκουπιδοτενεκές,κουτί,κέντημα
No antonyms found.
lockage => κλειδαριά, lock washer => Ροδέλα ασφάλισης, lock up => κλειδαμπαρώ, lock stitch => ραφή με βελονιά, lock step => σε βήμα,