Greek Meaning of living wages
μισθοί αξιοπρεπούς διαβίωσης
Other Greek words related to μισθοί αξιοπρεπούς διαβίωσης
- Κατώτατος μισθός
- Ονομαστικοί μισθοί
- φάκελοι πληρωμής
- μισθοί
- επιδοτήσεις
- ενοικιάζει
- μισθοδοσία
- πληρωμές
- χώρες
- μισθοί
- υποτροφίες
- Καθαρός μισθός
- αποζημιώσεις
- έσοδα
- υπερωρίες
- πακέτα
- κέρδη
- ανταμοιβές
- ανακτήσεις
- διορθώνει
- αποζημιώσεις
- εμβάσματα
- αποζημιώσεις
- αποζημιώσεις
- αποπληρωμές
- αποκαταστάσεις
- επιστροφές
- έσοδα
Nearest Words of living wages
Definitions and Meaning of living wages in English
living wages
a subsistence wage, a wage sufficient to provide the necessities and comforts essential to an acceptable standard of living
FAQs About the word living wages
μισθοί αξιοπρεπούς διαβίωσης
a subsistence wage, a wage sufficient to provide the necessities and comforts essential to an acceptable standard of living
Κατώτατος μισθός,Ονομαστικοί μισθοί,φάκελοι πληρωμής,μισθοί,επιδοτήσεις,ενοικιάζει,μισθοδοσία,πληρωμές,χώρες,μισθοί
No antonyms found.
livening (up) => ζωηρό, livened (up) => ζωντανός, liven (up) => αναζωογονώ, live-box => ζωντανή μετάδοση, live wires => γυμνά καλώδια,