FAQs About the word listened

άκουσε

of Listen

άκουσε,παρακολούθησε,άκουσε,άκουσε,άκουσε,έδωσε προσοχή,νους,Σήκωσε τα αυτιά του.

σε έκπτωση,απενεργοποιημένο

listen in => ακούω, listen => ακούω, listel => ταινία, listed security => εισηγμένη κινητή αξία, listed => αναφερόμενος,