FAQs About the word liquefier

υγροποιητής

That which liquefies.

ασφάλεια,λιώνω,υγροποιώ,διαλύω,ροή,βρέθηκε,μαλακώνω,απόψυξη,υδρορροή,Αποδίδω

πήζω,σκληρύνω,σετ,στερεοποιώ,Θρόμβος,Πήζω,τζελ,ζελέ,πήζω,Ζελέ

liquefied petroleum gas => Υγραέριο πετρελαίου, liquefied => Υγροποιημένο, liquefiable => υγροποιήσιμο, liquefaction => Υγροποίηση, liquefacient => Ρευστοποιητικό,