Greek Meaning of liquescency
Υγροποίηση
Other Greek words related to Υγροποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of liquescency
- liquescent => υγροποιών
- liqueur => λικέρ
- liqueur glass => Ποτήρι λικέρ
- liquid => υγρό
- liquid air => Υγρός αέρας
- liquid assets => ρευστά περιουσιακά στοιχεία
- liquid bleach => Υγρή χλωρίνη
- liquid body substance => Σωματικό υγρό
- liquid crystal => Υγρός κρύσταλλος
- liquid crystal display => Οθόνη υγρών κρυστάλλων
Definitions and Meaning of liquescency in English
liquescency (n.)
The quality or state of being liquescent.
FAQs About the word liquescency
Υγροποίηση
The quality or state of being liquescent.
No synonyms found.
No antonyms found.
liquefying => υγροποιώντας, liquefy => υγροποιώ, liquefier => υγροποιητής, liquefied petroleum gas => Υγραέριο πετρελαίου, liquefied => Υγροποιημένο,