Greek Meaning of lier
lier
Other Greek words related to lier
- εξαπατώ
- ψέμα
- προφασίζομαι
- εξαπατώ
- παλινδρομώ
- φτιάχνω
- Παιδί
- συκοφαντία
- παραποιώ
- ορκίζομαι ψευδή
- τέχνασμα
- ξεγελώ
- συκοφαντώ
- προσποιούμενος
- αποκρύπτω
- [παραμορφωμένο]
- εξαπατώ
- παραποιώ
- απαγορεύω
- απαρνιέμαι
- φάτζ
- Γλάρος
- φάρσα
- Απατώ
- Παραπλανώ
- Παραπλανάω
- ανακριβής αναφορά
- αναφέρω λανθασμένα
- παραπλανώ
- συκοφαντία
- χιόνι
- παίρνω
- μεταφράζω
Nearest Words of lier
- lierne rib => Λέρνη
- lietuva => Λιθουανία
- lieu => τόπος
- lieutenancy => υπαντιπροσωπεία
- lieutenant => ανθυπολοχαγός
- lieutenant colonel => αντισυνταγματάρχης
- lieutenant commander => Υποπλοίαρχος
- lieutenant general => Αντιστράτηγος
- lieutenant jg => Ανθυποπλοίαρχος
- lieutenant junior grade => Ανθυποπλοίαρχος
Definitions and Meaning of lier in English
lier (n.)
One who lies down; one who rests or remains, as in concealment.
FAQs About the word lier
Definition not available
One who lies down; one who rests or remains, as in concealment.
εξαπατώ,ψέμα,προφασίζομαι,εξαπατώ,παλινδρομώ,φτιάχνω,Παιδί,συκοφαντία,παραποιώ,ορκίζομαι ψευδή
προτείνω,ορκίζω,καταθέτω,επιβεβαιώνω,επαληθεύω,πιστοποιώ,τεκμηριώνω,επικυρώνω
liepaja => Λιέπαγια, lientery => διάρροια, lienteric => λειεντερικός, lieno-intestinal => Λιενο-εντερικό, lienculus => Σπλήνα,