Greek Meaning of legal jointure
γαμήλια σύμβαση
Other Greek words related to γαμήλια σύμβαση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of legal jointure
- legal instrument => νομικό μέσο
- legal injury => Νομικός τραυματισμός
- legal holiday => Επίσημη αργία
- legal guardian => Κηδεμόνας
- legal fraud => Νομική απάτη
- legal fee => Δικηγορικά τέλη
- legal expert => νομικός εμπειρογνώμων
- legal duty => νομική υποχρέωση
- legal document => νομικό έγγραφο
- legal community => Νομική κοινότητα
- legal opinion => Νομική γνώμη
- legal ouster => νόμιμη έξωση
- legal philosophy => Φιλοσοφία του δικαίου
- legal power => νόμιμη εξουσία
- legal principle => νομική αρχή
- legal proceeding => Νομική διαδικασία
- legal profession => νομικό επάγγελμα
- legal relation => Νομική σχέση
- legal representation => νομική εκπροσώπηση
- legal representative => νόμιμος εκπρόσωπος
Definitions and Meaning of legal jointure in English
legal jointure (n)
(law) an estate secured to a prospective wife as a marriage settlement in lieu of a dower
FAQs About the word legal jointure
γαμήλια σύμβαση
(law) an estate secured to a prospective wife as a marriage settlement in lieu of a dower
No synonyms found.
No antonyms found.
legal instrument => νομικό μέσο, legal injury => Νομικός τραυματισμός, legal holiday => Επίσημη αργία, legal guardian => Κηδεμόνας, legal fraud => Νομική απάτη,