Greek Meaning of legal principle
νομική αρχή
Other Greek words related to νομική αρχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of legal principle
- legal power => νόμιμη εξουσία
- legal philosophy => Φιλοσοφία του δικαίου
- legal ouster => νόμιμη έξωση
- legal opinion => Νομική γνώμη
- legal jointure => γαμήλια σύμβαση
- legal instrument => νομικό μέσο
- legal injury => Νομικός τραυματισμός
- legal holiday => Επίσημη αργία
- legal guardian => Κηδεμόνας
- legal fraud => Νομική απάτη
- legal proceeding => Νομική διαδικασία
- legal profession => νομικό επάγγελμα
- legal relation => Νομική σχέση
- legal representation => νομική εκπροσώπηση
- legal representative => νόμιμος εκπρόσωπος
- legal residence => νόμιμη κατοικία
- legal right => Νόμιμο δικαίωμα
- legal separation => Νομικός χωρισμός
- legal status => Νομικό καθεστώς
- legal system => Νομικό σύστημα
Definitions and Meaning of legal principle in English
legal principle (n)
(law) a principle underlying the formulation of jurisprudence
FAQs About the word legal principle
νομική αρχή
(law) a principle underlying the formulation of jurisprudence
No synonyms found.
No antonyms found.
legal power => νόμιμη εξουσία, legal philosophy => Φιλοσοφία του δικαίου, legal ouster => νόμιμη έξωση, legal opinion => Νομική γνώμη, legal jointure => γαμήλια σύμβαση,