FAQs About the word laterally

πλάγια

to or by or from the side, in a lateral direction or locationBy the side; sidewise; toward, or from, the side.

έμμεσα,λοξά,πλάγιος,πλάγια,λοξός,στα πλάγια,πλαϊνό,Καβουρδισμένα,πλάγια,κατακόρυφα

δεξιά,ίσιος,άμεσο,νεκρός

lateralize => πλευρικοποιώ, lateralization => πλευρικότητα, laterality => Πλευρικότητα, lateralisation => Λαтераλιτέ, lateral ventricle => Πλάγια κοιλία,