FAQs About the word obliquely

λοξά

to, toward or at one side, at an oblique angleIn an oblique manner; not directly; indirectly.

διαγώνια,εγκάρσια,διαμέσου,εγκάρσια,Προκατάληψη,διαγώνια,διαγώνια,στην απέναντι γωνία,κατά μήκος,Εγκάρσια

κατά μήκος,κατά μήκος

obliqued => λοξός, oblique-angled => Λοξό, oblique vein of the left atrium => Πλάγια φλέβα του αριστερού κόλπου, oblique triangle => λοξός τρίγωνο, oblique case => Πτώση λοξή,