FAQs About the word larcenists

Definition not available

a person who commits larceny

ληστές,Γατοκλέφτες,διαρρήκτες,απαγωγείς,τανάλια,απαγωγείς,ληστές,ληστές αυτοκινήτων,Πορτοφολάδες,υπεξαιρετές

No antonyms found.

lapses => παραλείψεις, laps => Γύρος, lapped (up) => απορρόφησε (μέχρι), lapdogs => Σκύλοι γύρου, lap dog => Γυρισμένος,