Greek Meaning of pinchers
τανάλια
Other Greek words related to τανάλια
- ληστές
- απαγωγείς
- απαγωγείς
- ληστές
- ληστές αυτοκινήτων
- Γατοκλέφτες
- διαρρήκτες
- Πορτοφολάδες
- υπεξαιρετές
- μαξιλαράκια πατουσών
- εργαζόμενοι
- ληστές
- διαρρήκτες
- απαγωγείς
- κλεπτομανείς
- κλέφτες
- λεηλατητές
- Κλειδαράς
- πορτοφολάδες
- ληστές
- πειρατές
- λεηλατητές
- κλέφτες βοοειδών
- θησαυροφύλακες
- κλέφτες καταστημάτων
- αεροπειρατές
- λαθρέμποροι
Nearest Words of pinchers
Definitions and Meaning of pinchers in English
pinchers (n. pl.)
An instrument having two handles and two grasping jaws working on a pivot; -- used for griping things to be held fast, drawing nails, etc.
FAQs About the word pinchers
τανάλια
An instrument having two handles and two grasping jaws working on a pivot; -- used for griping things to be held fast, drawing nails, etc.
ληστές,απαγωγείς,απαγωγείς,ληστές,ληστές αυτοκινήτων,Γατοκλέφτες,διαρρήκτες,Πορτοφολάδες,υπεξαιρετές,μαξιλαράκια πατουσών
No antonyms found.
pincher => τσιμπίδα, pinchem => τσίμπημα, pinched => τσιμπημένο, pinche => Τσιμπίδα, pinchcock => πρεσακλάκι,