FAQs About the word laggards

Definition not available

lagging or tending to lag, someone or something that lags or lingers

καθυστερημένοι,Σύρονται,οι αργοπορημένοι,αλήτες,Γυμνοσάλιαγκες,τεμπέληδες,τεμπέλης

Τσαρλατάνοι,Ενεργοί

laggardly => αργός, ladyships => Κυρίες μου, lady's men => καρδιοκατακτητής, lady's man => γυναικάς, ladyloves => κυρίες αγαπούν,