FAQs About the word karroo

καρου

a dry tableland of southern Africa

θόλος,οροπέδιο,πουνά,οροπέδιο,επιτραπέζιο βουνό,Τραπέζι,οροπέδιο,οροπέδιο,οροπέδιο,ύψος

No antonyms found.

karoo => Κάρο, karmas => Κάρμα, karakuls => καρακούλ, kaputt => καππούτ, kaolins => Καολίνης,