Greek Meaning of itemization

αντικείμενο

Other Greek words related to αντικείμενο

Definitions and Meaning of itemization in English

Wordnet

itemization (n)

the act of making a list of items

FAQs About the word itemization

αντικείμενο

the act of making a list of items

καταλογογράφηση,κατηγοριοποίηση,ταξινόμηση,κωδικοποίηση,απαρίθμηση,ευρετηρίαση,Απογραφή,Πίνακας,Ανάλυση,διευθέτηση

συσσωμάτωση,συγχώνευση,ενοποίηση,ενοποίηση,σύνθεση,ενοποίηση,συσσώρευση,αφομοίωση,συνένωση,συσσωμάτωμα

itemise => Λεπτομέρεια, itemisation => Κατάλογος αντικειμένων, iteming => στοιχείο, itemed => αναλυτικό, item-by-item => αντικείμενο προς αντικείμενο,