FAQs About the word isolator

μονωτής

One who, or that which, isolates.

ερημίτης,μοναχικός,ερημίτης,ερημίτης,ερημίτης,έγκλειστος

κουτσομπόλα,κοινωνικοποιητής

isolationistic => Απομονωτιστικός, isolationist => απομονωτής, isolationism => απομονωτισμός, isolation => Απομόνωση, isolating => μονωτικός,