Greek Meaning of ischial
Ισχιακός
Other Greek words related to Ισχιακός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ischial
- ischiadic => ισχιακός
- ischia => Ίσκια
- ischemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischemic hypoxia => Ισχαιμική υποξία
- ischemic anoxia => Ισχαιμική αναιμία
- ischemic => ισχαιμικός
- ischemia => ισχαιμία
- ischaemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischaemic => ισχαιμικός
- ischaemia => Ισχαιμία
Definitions and Meaning of ischial in English
ischial (a.)
Of or pertaining to the ischium or hip; ischiac; ischiadic; ischiatic.
FAQs About the word ischial
Ισχιακός
Of or pertaining to the ischium or hip; ischiac; ischiadic; ischiatic.
No synonyms found.
No antonyms found.
ischiadic => ισχιακός, ischia => Ίσκια, ischemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ischemic hypoxia => Ισχαιμική υποξία, ischemic anoxia => Ισχαιμική αναιμία,