Greek Meaning of ischial bone
Ισχιακό οστό
Other Greek words related to Ισχιακό οστό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ischial bone
- ischial => Ισχιακός
- ischiadic => ισχιακός
- ischia => Ίσκια
- ischemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischemic hypoxia => Ισχαιμική υποξία
- ischemic anoxia => Ισχαιμική αναιμία
- ischemic => ισχαιμικός
- ischemia => ισχαιμία
- ischaemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischaemic => ισχαιμικός
Definitions and Meaning of ischial bone in English
ischial bone (n)
one of the three sections of the hipbone; situated below the ilium
FAQs About the word ischial bone
Ισχιακό οστό
one of the three sections of the hipbone; situated below the ilium
No synonyms found.
No antonyms found.
ischial => Ισχιακός, ischiadic => ισχιακός, ischia => Ίσκια, ischemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ischemic hypoxia => Ισχαιμική υποξία,