Greek Meaning of inwork

εν εργασία

Other Greek words related to εν εργασία

Definitions and Meaning of inwork in English

Webster

inwork (v. t. & i.)

To work in or within.

FAQs About the word inwork

εν εργασία

To work in or within.

φέρνω,επειδή,Δημιουργήσετε,κάνω,παράγω,Παραγωγή,προτροπή,φυλή,Επιφέρω,καταλύω

έλεγχος,έλεγχος,εμποδίζω,όριο,βάλω κάτω,περιορίζω,πνίγω,καταπιέζω,καταπιέζω,σύλληψη

inwith => μέσα, inwit => πρόσκληση, inwheel => στον τροχό, inweave => υφαίνω, inwards => προς τα μέσα,