Greek Meaning of interpenetration
αλληλοδιείσδυση
Other Greek words related to αλληλοδιείσδυση
Nearest Words of interpenetration
- interpenetrative => αλληλοδιεισδυτικός
- interpercular => μεσοβραγχικό
- interpersonal => διαπροσωπικός
- interpersonal chemistry => Διαπροσωπική χημεία
- interpetalary => ολοπέταλος
- interpetiolar => Διακλαδικός
- interphalangeal => ενδοδακτυλικός
- interphalangeal joint => Διαφαλαγγική άρθρωση
- interphone => θυροτηλέφωνο
- interpilaster => διαπαραστάδα
Definitions and Meaning of interpenetration in English
interpenetration (n)
the action of penetrating between or among
mutual penetration; diffusion of each through the other
interpenetration (n.)
The act of penetrating between or within other substances; mutual penetration.
FAQs About the word interpenetration
αλληλοδιείσδυση
the action of penetrating between or among, mutual penetration; diffusion of each through the otherThe act of penetrating between or within other substances; mu
διαπερνώ,πλημμυρίζω,πλημμύρα,περάσει (σε),Εμποτίζω (σε),Μέσα από,γεμίζω,εμπνέω,εγχέω,Γρίφος
No antonyms found.
interpenetrate => διεισδύω αμοιβαία, interpellation => Επερώτηση, interpellate => επερωτάω, interpellant => ερωτών, interpel => ερώτηση,