Greek Meaning of id.

ID.

Other Greek words related to ID.

Definitions and Meaning of id. in English

FAQs About the word id.

ID.

ταυτίζω, αναγνωρίζω,διακρίνω,βρίσκω,δάχτυλο,εντοπίζω,Εντοπίζω,αναγνωρίζω,(επιλέγω) μοναδικό,έλεγχος,καθορίζω

καμουφλάζ,κρύβω,μεταμφίεση,κρύβω,πλαστό,προσποιούμαι,προσομοιώνω,απάτη

id est => δηλαδή, id al-fitr => Εΐντ αλ Φιτρ, id al-adha => Ειδ αλ-Αντχά, i'd => θά, id => id,