FAQs About the word homemaking

Οικοκυριό

the management of a household

Οικονόμος,νοικοκυρά,νοικοκυρά,σύζυγος,νοικοκυρά,σύζυγος που μένει σπίτι,σύζυγος,συνεργάτης,σύζυγος,το ταίρι μου

No antonyms found.

homemaker => νοικοκυρά, homemade => Σπιτικό, homelyn => Οικείος, homely => οικιακός, home-loving => Οικιακός,