Greek Meaning of homemaking
Οικοκυριό
Other Greek words related to Οικοκυριό
Nearest Words of homemaking
- homeobox => homeobox
- homeobox gene => Γονίδιο θωρακικής κοιλότητας
- homeopath => Ομοιοπαθητικός
- homeopathic => ομοιοπαθητικός
- homeopathically => Ομοιοπαθητικά
- homeopathist => ομοιοπαθητικός
- homeopathy => Ομοιοπαθητική
- homeostasis => ομοιόσταση
- homeostatic => ομοιοστατικός
- homeostatically => ομοιοστατικά
Definitions and Meaning of homemaking in English
homemaking (n)
the management of a household
FAQs About the word homemaking
Οικοκυριό
the management of a household
Οικονόμος,νοικοκυρά,νοικοκυρά,σύζυγος,νοικοκυρά,σύζυγος που μένει σπίτι,σύζυγος,συνεργάτης,σύζυγος,το ταίρι μου
No antonyms found.
homemaker => νοικοκυρά, homemade => Σπιτικό, homelyn => Οικείος, homely => οικιακός, home-loving => Οικιακός,