Greek Meaning of histographical
ιστοριογραφικός
Other Greek words related to ιστοριογραφικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of histographical
- histographer => Ιστορικός
- histogram => ιστόγραμμα
- histogeny => Ιστογένεση
- histogenetic => ιστογενετικός
- histogenesis => Ιστογένεση
- histocompatibility complex => Σύμπλεγμα ινωδοσυμβατότητας
- histocompatibility => Ιστοσυμβατότητα
- histiology => Ιστολογία
- histiocytosis => ιστιοκυττάρωση
- histiocytic leukemia => Ιστιοκυτταρική λευχαιμία
Definitions and Meaning of histographical in English
histographical (a.)
Of or pertaining to histography.
FAQs About the word histographical
ιστοριογραφικός
Of or pertaining to histography.
No synonyms found.
No antonyms found.
histographer => Ιστορικός, histogram => ιστόγραμμα, histogeny => Ιστογένεση, histogenetic => ιστογενετικός, histogenesis => Ιστογένεση,