Greek Meaning of histogenetic
ιστογενετικός
Other Greek words related to ιστογενετικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of histogenetic
- histogenesis => Ιστογένεση
- histocompatibility complex => Σύμπλεγμα ινωδοσυμβατότητας
- histocompatibility => Ιστοσυμβατότητα
- histiology => Ιστολογία
- histiocytosis => ιστιοκυττάρωση
- histiocytic leukemia => Ιστιοκυτταρική λευχαιμία
- histiocytic leukaemia => Ιστιοκυτταρική λευχαιμία
- histiocyte => Ιστιοκύτταρο
- histidine => Ιστιδίνη
- histamine headache => Ισταμινική κεφαλαλγία
Definitions and Meaning of histogenetic in English
histogenetic (a.)
Tissue-producing; connected with the formation and development of the organic tissues.
FAQs About the word histogenetic
ιστογενετικός
Tissue-producing; connected with the formation and development of the organic tissues.
No synonyms found.
No antonyms found.
histogenesis => Ιστογένεση, histocompatibility complex => Σύμπλεγμα ινωδοσυμβατότητας, histocompatibility => Ιστοσυμβατότητα, histiology => Ιστολογία, histiocytosis => ιστιοκυττάρωση,