FAQs About the word heat-treat

επεξεργασία με θερμότητα

to treat (a material, such as metal) by heating and cooling in a way that will produce desired properties, to subject to heat

ψήνω,Ατμός,ταμπεραμέντο,βράζω,ψηνω,θερμότητα,Φούρνος μικροκυμάτων,Φρυγανιά,ζεστός

χιλι,κουλ,ψύχω,παγώνω,Παγωμένος,πάγος,κλιματιστικό,Κατάψυξη,σούπερ ωραίο

heats => ζέστη, heaths => ερείκη, heathlands => ερείκης, heartthrobs => είδωλα, heart-stopping => καθηλωτικός,