FAQs About the word grindingly

βασανιστικά

In a grinding manner.

Σύγκρουση,Τρίξιμο,τρίφτης,ξύνω,Γρατσουνιά,Γυάλα,κραυγή,έκρηξη,κλάγκα,θόρυβος

τεμπέλης,Υποαποδότης,Τεμπέλης,τεμπέλης,χυδαίος

grinding wheel => Λειαντική πέτρα, grinding => άλεση, grindery => Ακονιστήριο, grinder => μύλος, grindelia squarrosa => Γκριντέλια η τετραγωνόφυλλη,