FAQs About the word gourmandize

γκουρμάντισσα

overeat or eat immodestly; make a pig of oneself

επίκουρος,επικούρειος,γαστρονόμος,Γκουρμέ,μπον βιβέρ,γνώστης,Λάτρης του φαγητού,γαστρονόμος,Απολαμβάνω,Δilletant

λαίμαργος,μέθυσος,γουρούνι,υπερφάγος,γέμιση,λαίμαργος,Περιστέρι,Πότης

gourmandism => Λαγνεία για φαγητό, gourmand => γκουρμέ, gourdy => κολοκύθα, gourdworm => Σκουλήκι κολοκύθας, gourdiness => κολοκύθα,