Greek Meaning of gangue
συμμορία
Other Greek words related to συμμορία
Nearest Words of gangue
Definitions and Meaning of gangue in English
gangue (n.)
The mineral or earthy substance associated with metallic ore.
FAQs About the word gangue
συμμορία
The mineral or earthy substance associated with metallic ore.
στρατός,Πλήρωμα,πάρτι,λόχος,ομάδα,Συγκρότημα,τάγμα,Ταξιαρχία,εταιρεία,Διμοιρία
ατομικιστής,Μοναχικός
gangster's moll => Η γκόμενα του γκάνγκστερ, gangster => γκάνγκστερ, gangsta => γκάγκστερ, gangsaw => Κορδελοπρίονο, gangrenous emphysema => Σφακελιακό εμφύσημα,