FAQs About the word fricasseed

τηγανητό

to cook as a fricassee, a dish of meat (as chicken) or vegetables cut into pieces and stewed in a white sauce, a dish of pieces of meat (such as chicken) or veg

Μαγειρεμένο σε φούρνο ή κατσαρόλα,μαγειρεμένο σε χύτρα ταχύτητας,πνιγμένος,στον ατμό,προβρασμένο,Ποσαρισμένο,καμένο,βρασμένος,καλομαθημένο,Ξαναβρασμένο

No antonyms found.

fribbles => ανίδεοι, fribbled => Άχρηστος, friars => μοναχοί, friaries => μοναστήρια, fretting (about or over) => ανησυχία,