Greek Meaning of flowerer
ανθοπώλης
Other Greek words related to ανθοπώλης
Nearest Words of flowerer
- flowered => ανθισμένο
- flower-de-luce => Fleur-de-lis
- flower-cup fern => Ασπιδιόμορφα
- flowerbed => Παράρτημα λουλουδιών
- flowerage => ανθοφορία
- flower store => Ανθοπωλείο
- flower state => Πολιτεία των λουλουδιών
- flower stalk => Μίσχος άνθους
- flower power => Η δύναμη των λουλουδιών
- flower petal => Πέταλο λουλουδιού
- floweret => λουλουδάκι
- flower-fence => Ανθόφρακτος
- flowerful => ανθισμένο
- flower-gentle => απαλός σαν λουλούδι
- floweriness => ανθοφορία
- flowering => ανθοφορία
- flowering almond => αμυγδαλιά ανθισμένη
- flowering ash => Ανθισμένη φλαμουριά
- flowering cherry => Ανθισμένη κερασιά
- flowering crab => Ανθισμένη καβουρομηλιά
Definitions and Meaning of flowerer in English
flowerer (n.)
A plant which flowers or blossoms.
FAQs About the word flowerer
ανθοπώλης
A plant which flowers or blossoms.
λουλούδι,άνθος,ανθόφυλλο,διευθέτηση,μπουκέτο,Μπουτονιέρα,κορσάζ,λουλουδάκι,λουλουδάκι,άνθος
Πάτος,παρακμή,πτώση,πτώση,ναδίρ,μαραμένος,μαραμένος,μαραμένος,συρρίκνωση
flowered => ανθισμένο, flower-de-luce => Fleur-de-lis, flower-cup fern => Ασπιδιόμορφα, flowerbed => Παράρτημα λουλουδιών, flowerage => ανθοφορία,