Greek Meaning of first-hand

πρώτο χέρι

Other Greek words related to πρώτο χέρι

Definitions and Meaning of first-hand in English

Webster

first-hand (a.)

Obtained directly from the first or original source; hence, without the intervention of an agent.

FAQs About the word first-hand

πρώτο χέρι

Obtained directly from the first or original source; hence, without the intervention of an agent.

άμεσο,άμεσος,πρωτεύον,κλινικός,εμπειρικός,εμπειρικός,άμεσος,αποδοτικός,πρακτικό,κοντινός

έμμεσος,μεταχειρισμένο

firsthand => από πρώτο χέρι, first-degree burn => Έγκαυμα πρώτου βαθμού, first-come-first-serve => Πρώτος ήρθε, πρώτος εξυπηρετήθηκε, first-class mail => Ταχυδρομείο πρώτης κατηγορίας, first-class honours degree => πτυχίο πρώτης τάξης,