Greek Meaning of first-hand
πρώτο χέρι
Other Greek words related to πρώτο χέρι
Nearest Words of first-hand
- firsthand => από πρώτο χέρι
- first-degree burn => Έγκαυμα πρώτου βαθμού
- first-come-first-serve => Πρώτος ήρθε, πρώτος εξυπηρετήθηκε
- first-class mail => Ταχυδρομείο πρώτης κατηγορίας
- first-class honours degree => πτυχίο πρώτης τάξης
- first-class => πρώτης τάξης
- firstborn => πρωτότοκος
- first-aid station => σταθμός πρώτων βοηθειών
- first-aid kit => Τσαντάκι πρώτων βοηθειών
- first world war => Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Definitions and Meaning of first-hand in English
first-hand (a.)
Obtained directly from the first or original source; hence, without the intervention of an agent.
FAQs About the word first-hand
πρώτο χέρι
Obtained directly from the first or original source; hence, without the intervention of an agent.
άμεσο,άμεσος,πρωτεύον,κλινικός,εμπειρικός,εμπειρικός,άμεσος,αποδοτικός,πρακτικό,κοντινός
έμμεσος,μεταχειρισμένο
firsthand => από πρώτο χέρι, first-degree burn => Έγκαυμα πρώτου βαθμού, first-come-first-serve => Πρώτος ήρθε, πρώτος εξυπηρετήθηκε, first-class mail => Ταχυδρομείο πρώτης κατηγορίας, first-class honours degree => πτυχίο πρώτης τάξης,