Greek Meaning of fess
ομολογώ
Other Greek words related to ομολογώ
- αναγνωρίζω
- ομολογώ
- παραδέχομαι
- ομολογώ
- συμφωνώ
- ανακοινώνω
- αποκαλύπτω
- επιχορήγηση
- αναγνωρίζω
- αποκαλύπτω
- Ομολογώ (κάτι για)
- δική (έως)
- αποδέχομαι
- Επιβεβαιώνω
- επιτρέψω
- ομολογώ
- προδίδω
- μετάδοση
- επικοινωνώ
- επιβεβαιώνω
- _δηλώνω_
- ανακουφίζω
- αποκαλύπτω
- εκθέτω
- χαρίζω
- παρέχει
- πληροφορώ
- ανακηρύσσω
- ομολογώ
- δημοσιεύω
- πες
- διαρροή
- μιλάω
- λέω
- ελαφρύνω
- εκφόρτωση
- προειδοποιώ
- ψιθύρι
- απόδοση
- πληροφορία
- σοφός
Nearest Words of fess
Definitions and Meaning of fess in English
fess (n)
(heraldry) an ordinary consisting of a broad horizontal band across a shield
fess (n.)
Alt. of Fesse
FAQs About the word fess
ομολογώ
(heraldry) an ordinary consisting of a broad horizontal band across a shieldAlt. of Fesse
αναγνωρίζω,ομολογώ,παραδέχομαι,ομολογώ,συμφωνώ,ανακοινώνω,αποκαλύπτω,επιχορήγηση,αναγνωρίζω,αποκαλύπτω
αρνούμαι,κάλυμμα (πάνω),κρύβω,Αντιφάσκεται,απαγορεύω,αρνούμαι,αποκήρυξη,διαμάχη,κρύβω,αρνούμαι
fesels => fesels, fescuing => διάσωση, fescued => διασωθεί, fescue grass => Φεστούκα, fescue => Αγρωστίδα,