Greek Meaning of exhorter
παραίνεση
Other Greek words related to παραίνεση
Nearest Words of exhorter
Definitions and Meaning of exhorter in English
exhorter (n.)
One who exhorts or incites.
FAQs About the word exhorter
παραίνεση
One who exhorts or incites.
ενθαρρύνω,παρόρμηση,πείθω,αυγό (σε),παρακινώ,σπρώξιμο,σπρώχνω,προτροπή,σπρώχνω,σπιρούνι
αποτρέπω,αποθαρρύνω,Φρένο,έλεγχος,Πεζοδρόμιο,Αποτρέπω,αναστέλλω,Αναχαιτίζω,περιορίζω,απέχω
exhorted => παρότρυνε, exhortatory => παρακλητικός, exhortative => παραινετικός, exhortation => προτροπή, exhort => προτρέπω,